φίμωση — η / φίμωσις, ώσεως, ἡ, ΝΜΑ [φιμῶ / ώνω] 1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου 2. ιατρ. στένωση τής πόσθης τού πέους, που εμποδίζει την έξοδο τής βαλάνου νεοελλ. 1. εφαρμογή φιμώτρου 2. το κλείσιμο τού στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην… … Dictionary of Greek
φιμώσῃ — φιμώσηι , φίμωσις muzzling fem dat sg (epic) φῑμώσῃ , φιμόω muzzle aor subj mid 2nd sg φῑμώσῃ , φιμόω muzzle aor subj act 3rd sg φῑμώσῃ , φιμόω muzzle fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφορβισμός — ἐμφορβισμός, ο (Α) 1. φίμωση, αποστόμωση 2. η επιβολή φόρου στη φορβή, στη βοσκή … Dictionary of Greek
επιστόμωση — η [επιστομώ] φράξιμο τού στόματος, φίμωση … Dictionary of Greek
κήμωσις — και κίμωσις, ἡ (Α) [κημώ] (κατά τον Ησύχ.) φίμωση … Dictionary of Greek
πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… … Dictionary of Greek
στραγγισμός — ὁ, Μ [στραγγίζω] 1. το να στραγγίζει κάτι, να χάνει όλο το υγρό του 2. φίμωση, απόφραξη ανατομικού πόρου … Dictionary of Greek
φίμωμα — το, Ν φίμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
φίμωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. φίμωση … Dictionary of Greek
φιμός — ο, ΝΜΑ, τ. πληθ. και φιμά, τὰ, Α φίμωτρο αρχ. 1. φίμωση 2. σύσφιγξη με σχοινιά 3. μέρος τού χαλινού αλόγου που περιέβαλλε την μύτη του και είχε, συνήθως, προσαρμοσμένους πάνω του αυλούς, έτσι ώστε να παράγεται ένας συριστικός ήχος από την αναπνοή … Dictionary of Greek